μαχήμων

μαχήμων
μαχήμων
warlike
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαχήμων — μαχήμων, ον (Α) 1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδικά για το έδαφος τής Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει»,… …   Dictionary of Greek

  • μαχήμονα — μαχήμων warlike neut nom/voc/acc pl μαχήμων warlike masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχήμονας — μαχήμων warlike masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχήμονες — μαχήμων warlike masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχήμονι — μαχήμων warlike dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχήμονος — μαχήμων warlike gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”